Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το δημόσιο κατάστημα

  • 1 учреждение

    учреждение с (организация) το ίδρυμα, το κατάστημα; государственное \учреждение το δημόσιο κατάστημα; лечебное \учреждение το νοσηλευτικό ίδρυμα
    * * *
    с
    ( организация) το ίδρυμα, το κατάστημα

    госуда́рственное учрежде́ние — το δημόσιο κατάστημα

    лече́бное учрежде́ние — το νοσηλευτικό ίδρυμα

    Русско-греческий словарь > учреждение

  • 2 дом

    -а (-у), προθτ. в -е, на -у, πλθ. -а а.
    1. σπίτι, οικία•

    каменный дом πέτρινο σπίτι•

    деревянный дом ζυλόσπιτο•

    жилой дом κατοικία•

    в -е стало тихо στο σπίτι έγινε ησυχία•

    многоквартирный дом πολυκατοικία•

    загородной -εξοχικό σπίτι.

    2. οίκημα, ενδιαίτημα, εστία•

    выгнать из дома ή из дому διώχνω από το σπίτι.

    3. οι κάτοικοι του σπιτιού, το σπιτικό η οικογένεια•

    весь дом сбежался на крик όλο το σπίτι έτρεξε στην κραυγή•

    в гости всем -ом пошли μουσαφίρηδες πηγε όλο το σπίτι νοικοκυριό•

    богатый дом πλούσιο σπίτι•

    хлопотать по -у ασχολούμαι (περιποιούμαι) το νοικοκυριό.

    4. δυναστεία, οίκος•

    дом Романовых ο οίκος των Ρομανόφ.

    5. (διάφορα ιδρύματα) σπίτι, οίκος•

    дом культуры σπίτι πολιτισμού•

    дом отдыха σπίτι ανάπαυσης•

    детский дом παιδικό δημόσιο άσυλο•

    дом пионеров σπίτι των πιονέρων•

    родильный μαιευτήριο•

    βλ. ανωτ. детский дом.
    6. κατάστημα•

    банкирский дом τραπεζιτικός οίκος•

    торговый дом εμπορικός οίκος•

    исправительный дом σωφρονιστήριο•

    игорный-χαρτοπαικτείο, κυβευτήριο•

    питейный дом ταβέρνα, καμπαρέ.

    εκφρ.
    на дом – στο σπίτι•
    брать работу на дом – παίρνω δουλιά στο σπίτι•
    на –у – στο σπίτι, οίκοι•
    работать на -у – εργάζομαι στο σπίτι•
    отказать от -а (кому) – δε δέχομαι στο σπίτι μου κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > дом

  • 3 казённый

    επ.
    1. κρατικός, δημόσιος•

    -ые деньги χρήματα του δημοσίου•

    -ое здание δημόσιο κτίριο•

    -ое имущество περιουσία του δημοσίου•

    на казённый счёт με έξοδα του κράτους•

    -воспитанник υπότροφος μαθητής•

    -ое пособие κρατικό βοήθημα.

    2. γραφειοκρατικός, επιφανειακός, τυπικός•

    казённый подход к делу γραφειοκρατική αντιμετώπιση του ζητήματος.

    || κοινός, στερεότυπος, τετριμμένος, ρουτινιέρικος.
    εκφρ.
    - ые крестьяне – κρατικοί αγρότες (στη Ροσία τον 18-19 αι.)• казённая винная лавка βλ. казёнка. -ая палата εφορειακό κατάστημα• εφορεία εισπράξεων του κυβερνείου•
    - ая часть – το κλείστρο όπλου.

    Большой русско-греческий словарь > казённый

См. также в других словарях:

  • αρχειοφυλάκιο — και κείο, το δημόσιο κατάστημα όπου φυλάσσονται επίσημα έγγραφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχειοφύλαξ ( κας). Η λ. αρχειοφυλακείον μαρτυρείται στον Π. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • εισαγγελία — Θεσμός και κρατική αρχή, ανάμεσα στη διοίκηση και στην ποινική δικαιοσύνη. Ως θεσμός, είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων. Εμφανίστηκε τον 14o αι. στη Γαλλία και ολοκληρώθηκε στη σημερινή του μορφή, επίσης στη Γαλλία, το 1808, απ’ όπου την… …   Dictionary of Greek

  • δημόσια συνάθροιση — Η συγκέντρωση ενός αριθμού προσώπων για την υποστήριξη μιας άποψης και την επιτυχία ενός σκοπού, συνήθως πολιτικού ή συνδικαλιστικού χαρακτήρα, χωρίς να αποκλείεται και ο πολιτιστικός ή και εθνικός. Για την επιτυχία της δ.σ. πρέπει να υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • επαρχείο — το δημόσιο κατάστημα όπου εδρεύει ο έπαρχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφραγιστήριο — το δημόσιο κατάστημα όπου γίνεται η σφράγιση του χαρτόσημου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • κωφάλαλοι — Άτομα με ειδικές ανάγκες, πάσχοντα από εκ γενετής ή επίκτητη απουσία της ικανότητας της ακοής και της ομιλίας (βλ. λ. κωφαλαλία). Ιστορία. Στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, οι κ. ζούσαν στο περιθώριο της ζωής και της κοινωνίας. Κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»